- σκέλι
- το, Ν1. σκέλος2. στον πληθ. τα σκέλιαα) τα κάτω άκρα τού ανθρώπου, σκέληβ) τα πόδια τών τετράποδων ζώων και, ιδίως, τών οπίσθιων3. φρ. «έβαλε την ουρά στα σκέλια»μτφ. υποχώρησε, υπέκυψε ντροπιασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκέλι έχει σχηματιστεί από τον τ. σκέλια (< σκέλη-α < σκέλη, πληθ. τού σκέλος) κατά το σχήμα πόδια: πόδι, μάτια: μάτι (πρβλ. χείλι < χείλια < χείλη-α < χεῖλος)].
Dictionary of Greek. 2013.